- εξαύθις
- ἐξαῡθις (Α)βλ. εξαύτις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαύτις — ἐξαῡτις (AM) (Α και ἐξαῡθις) 1. ακόμη μια φορά, πάλι («Πηλεΐδης δ ἐξαῡτις ἀταρτηροῑς ἐπέεσσιν Ἀτρεΐδην προσέειπε», Ομ. Ιλ. Α) 2. (για τόπο) πίσω, προς τα πίσω («ἐξαῡτις Τρῶάς τε... ὤσαιτο προτὶ ἄστυ», Ομ. Ιλ. Π.) 3. (για χρόνο) έπειτα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek